- κυματώδους
- κῡματώδους , κυματώδηςon which the waves breakmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοχάσιο — το βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας στον οποίο από κάθε άξονα αναπτύσσεται ένας μόνο πλευρικός άξονας, ο οποίος φέρει ένα επάκριο άνθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monochasium (< μον[ο] * + χάσιο < χάσκω)] … Dictionary of Greek
πλειοχάσιο — ἡ πλεοχάσιο, το, Ν βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στον οποίο από κάθε άξονα αναπτύσσονται περισσότεροι από δύο πλευρικοί άξονες … Dictionary of Greek
ριπίδιο — το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ [ῥιπίς, ίδος] βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό τού προσώπου νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας 2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με… … Dictionary of Greek
σπάδικας — ο / σπάδιξ, ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου 2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού… … Dictionary of Greek